Χωριστές διακοπές: η αρχή του τέλους ή η αρχή μιας καινούριας αρχής;
Για ένα ζευγάρι οι χωριστές διακοπές μπορεί να είναι μια απλή και ανώδυνη λύση στο αιώνιο πρόβλημα «εγώ θέλω βουνό κι εκείνος θάλασσα». Για ένα άλλο ζευγάρι και μόνο η διατύπωση αυτής της λύσης από το ένα μέλος προκαλεί ρίγη...θυμού και αίσθημα προδοσίας. Χρησιμοποιώ εδώ τις χωριστές διακοπές σαν μια μεταφορά για την ανάγκη του κάθε μέλους του ζευγαριού να κινηθεί προς την κατεύθυνση της «ατομικοποίησης». Μιλώντας εδώ για τη σχέση «ζευγάρι», αναφέρομαι σε μια μακροχρόνια συμβιωτική σχέση που θα κατέτασα στις «οικογενειακές σχέσεις». Οι σχέσεις αυτού του είδους, που βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ο δεσμός, τείνουν να εξελίσσονται μέσα στο χρόνο ποσοτικοποιώντας σε κάθε εξελικτική φάση με διαφορετικό τρόπο το «μαζί» και το «χώρια», την απόσταση και την εγγύτητα, τη δεσμευτικότητα και την ελευθερία. Στις σχέσεις αυτές λοιπόν το θέμα δεν είναι «μαζί ή χώρια», αλλά «πόσο μαζί και πόσο χώρια», «πόσο κοντά και πόσο μακριά».
Στις μέρες μας, αυτό που τείνει να φέρει δύο ανθρώπους κοντά και να τους κάνει ζευγάρι είναι συνήθως η επιλογή τους, η αμοιβαία έλξη, καθώς οι εξωτερικές κοινωνικές προδιαγραφές για το ποιοι μπορούν να ζευγαρώσουν με ποιους έχουν ατονήσει. Ακόμη κι αν κάποιος επιλέξει σύντροφο ζωής με βάση κοινωνικές προδιαγραφές, αυτό είναι επιλογή του κι όχι αναγκαιότητα. Ο έρωτας αποτελεί συνήθως εκείνη την εσωτερική κατάσταση που θα φέρει δύο ανθρώπους κοντά. Η τάση της συγχώνευσης, η τάση να χαθεί το «εγώ» στο «εμείς», η αποκλειστικότητα τόσο ως αίτημα όσο και ως διάθεση του ερωτευμένου, αποτελούν λειτουργίες του έρωτα που συντελούν στο να ξεχωρίσει το ζευγάρι από το φόντο της συλλογικότητας. Ο έρωτας είναι αντικοινωνικός, καθώς τείνει να αποκλείσει όλο τον υπόλοιπο κόσμο για να συμπεριλάβει μόνο το αντικείμενο του πόθου. Ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους που έχει εξυμνηθεί και μισηθεί όσο λίγα πράγματα στη ζωή. Στην αρχική λοιπόν φάση της ζωής του ζευγαριού οι δυνάμεις του έρωτα λειτουργούν προς την κατεύθυνση της δέσμευσης, της συγχώνευσης, της εγγύτητας. Φυσικά είναι πιθανό αυτά να βιώνονται συγκρουσιακά από τα μέλη του ζευγαριού. Εδώ το αίτημα για χωριστές διακοπές είτε δε θα διατυπωθεί καθόλου, είτε θα ακολουθηθεί από μέγάλη ένταση και σύγκρουση.
Κάποια στιγμή αυτή η συγχωνευτική τάση του έρωτα υποχωρεί. Θα τολμούσα να πω ότι αυτό αποτελεί μια προυπόθεση για την επιβίωση του ζευγαριού ως τέτοιο, ακριβώς γιατί η κατάσταση του έρωτα, οσοδήποτε ζωογόνα, χαρακτηρίζεται από μια ποιότητα ανοικονόμητη, που μπορεί να διαλύσει ένα ζευγάρι. Και φαίνεται ότι πολλά ζευγάρια χωρίζουν από έρωτα, καθώς η τάση ης συγχώνευσης δε μπορεί να διατηρηθεί για καιρό χωρίς σοβαρό κόστος για τουλάχιστον ένα από τα μέλη, που θα διεκδικεί περισσότερη ελευθερία και συλλογικότητα. Για άλλα ζευγάρια η υποχώρηση του έρωτα αποτελεί ένα σκάνδαλο μετά το οποίο η σχέση δε μπορεί να επιβιώσει, καθώς τα μέλη διεκδικούν σταθερά τη συγχώνεση. Για να διαμορφωθεί η μακροχρόνια σχέση για την οποία μιλάω εδώ, τα μέλη του ζευγαριού πρέπει να «ξεμαγευτούν» και να κάνουν την έξοδό τους στον κόσμο ως δύο σύντροφοι πλέον, με επίγνωση της ατομικότητάς τους, διατηρώντας μια ισορροπία ανάμεσα στη συλλογικότητα και τη δυάδα. Σε αυτή την εξελικτική φάση το φλέγον ερώτημα για τις διακοπές πιθανόν να είναι: «διακοπές μόνοι μας ή με παρέα;».
Προχωρώντας με το «χρονικό μιας σχέσης» θα δούμε ότι η τάση για συγχώνευση και απομόνωση επανέρχεται σε κάποιο βαθμό με τον ερχομό ενός παιδιού. Εφόσον πρόκεται για μια συνειδητή απόφαση που λαμβάνεται σε μια ώριμη φάση της ζωής του ζευγαριού, ένα μωρό τείνει να συγχωνεύσει τους δύο συντρόφους μπροστά σε μια άλλου είδους «μαγεία», σε ένα άλλο είδος έρωτα, που σταδιακά υποχωρεί με το μεγάλωμα του παιδιού και τη δική του τάση να αυτονομηθεί. Για να επιτραπεί η αυτονόμηση του παιδιού θα πρέπει να υπάρξει στην οικογένεια μια γενικότερη τάση αυτονόμησης και ατομικότητας των μελών. Εδώ ίσως το αίτημα για χωριστές διακοπές να εξετάζεται με νηφαλιότητα, ίσως και ανακούφιση.
Η αύξηση του μέσου όρου ζωής σημαίνει πως ένα ζευγάρι για αρκετά χρόνια θα επιζήσει ως τέτοιο μετά την αυτονόμηση των παιδιών. Σε αυτή ακριβώς τη φάση του κύκλου ζωής της οικογένειας είναι θεμιτή η ατομικότητα στο ζευγάρι και ίσως απαραίτητη για την επιβίωσή του ως τέτοιο. Η λογική εδώ είναι ότι ένα ζευγάρι που έχει κατακτήσει τη συγχώνευση και το καθρέπτισμα είναι σε θέση να αυξομειώνει την απόσταση μεταξύ των μελών του χωρίς την έγερση ανασφαλειών και ανησυχίας στους δύο συντρόφους. Η τάση πολλών ζευγαριών να κοιμούνται σε χωριστές κραβατοκάμαρες σε αυτή τη φάση ίσως αντικατοπτρίζει αυτή ακριβώς την ανάγκη, όπως άλλωστε και το ερώτημα για χωριστές διακοπές.